- πειθάρχηση
- η / πειθάρχησις, -ήσεως, ΝΜΑ [πειθαρχώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πειθαρχώ, πειθαρχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek